έκλυση — η (AM ἔκλυσις) 1. το να λύνεται, να απελευθερώνεται κάποιος ή κάτι από ό,τι τόν δεσμεύει 2. ηθική χαλάρωση, απαλλαγή από ηθικές δεσμεύσεις «έκλυση ηθών» νεοελλ. φρ. «έκλυση ενέργειας» αποδέσμευση, απελευθέρωση ενέργειας ή ραδιενέργειας και… … Dictionary of Greek
έκλυση — η 1. (χημ.), η έξοδος αερίων με μορφή φυσαλίδων από μείγμα που λιώνει ή από υγρό που βράζει. 2. παράλυση, χαλάρωση, εξασθένηση. 3. (ως ηθική έννοια), παραλυσία, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοφέττα — η 1. (μεταλλευτ.) έκλυση δηλη τηριώδους ή ασφυκτικού δύσοσμου αερίου στις υπόγειες εργασίες τών μεταλλείων, όπως είναι το υδρόθειο και το μεθάνιο 2. γεωλ. α) φουμαρόλη, ηφαιστειακή έκλυση αερίων η οποία έχει θερμοκρασία χαμηλότερη τού σημείου… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
απορροή — Η εκροή, η ρεύση· η προέλευση· η αναθυμίαση· η έκλυση. (Γεωλ.) Η άμεση ροή των επιφανειακών νερών (από βροχή ή χιόνι) εξαιτίας πλευρικών επιφανειών, κλιτύων κλπ. Με την α. τα επιφανειακά νερά καταλήγουν στα ποτάμια και τις λίμνες και έπειτα στη… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
ατμίδες — Ζεστά αέρια και ατμοί που βγαίνουν από ρωγμές του εδάφους με μικρή ή μεγάλη ορμή. α. βόρακα. Φυσική εκπομπή υδρατμών υψηλής θερμοκρασίας (έως 21°C) και με πίεση (έως 6 ατμ.) μέσα από ρωγμές του εδάφους που περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία … Dictionary of Greek
γήινα αέρια — Στη γεωλογία, τα γ.α. αποτελούν φυσική έκλυση εύφλεκτων αερίων, που συνίστανται από κεκορεσμένους και ακόρεστους υδρογονάνθρακες. Εμφανίζονται σε μαργαϊκά και αργιλικά εδάφη, σε βάθος και υπό πίεση και οφείλονται σε υπόγεια κυκλοφορία νερού.… … Dictionary of Greek